- μυκήματι
- μῡκήματι , μύκημαroarneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύκημα — μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [μυκώμαι] μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῡντες ὅμοιον», Πλούτ.) αρχ. 1. ο κρότος τής βροντής 2. ισχυρός ήχος («ἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.) … Dictionary of Greek